- Αστυκτηνιατρική
- ηο τομέας της Κτηνιατρικής Υπηρεσίας που ασχολείται με τον υγειονομικό έλεγχο των τροφίμων ζωικής προέλευσης, νωπών ή συντηρημένων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αστυκτηνιατρικός — ή, ό ο σχετικός με την Αστυκτηνιατρική. [ΕΤΥΜΟΛ. < αστυκτηνίατρος. Ο τ. αστυκτηνιατρικός μαρτυρείται από το 1898 από τον Πωπ στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek